- παραβατικός
- -ή, -όν, Α [παραβατός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή είναι διατεθειμένος σε παράβαση, σε αθέτηση2. αυτός που ανήκει ή ο σχετικός με την παράβαση τής αρχαίας αττικής κωμωδίας.επίρρ...παραβατικῶς Αφρ. «παραβατικῶς ἔχω τινός» — είμαι διατεθειμένος να παραβώ, να παρεκκλίνω από κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.